πνοη

πνοη
    πνοή
    эп.-ион. πνοιή, дор. πνοά и πνοιά ἥ
    1) веяние, дуновение, порыв
    

(πνοιέ Βορέαο, πνοιαὴ ἀνέμων Hom.)

    ἅμα πνοιῇσι Hom. — вместе с порывами, т.е. с быстротой ветров

    2) струя воздуха (sc. τῶν φυσῶν Thuc.)
    3) дыхание
    

(πνοαὴ ἱππικαί Soph.)

    πνοὰς πνεῖν Eur. — дышать;
    πνοιέ Ἡφαίστοιο Hom.(огненное) дыхание Гефеста

    4) испарение, запах
    

πλούτου πνοαί Aesch. — чад от (сгоревшего) богатства

    5) звук
    

(πνοὰ δόνακος Eur.; αὐλῶν π. Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πνοη" в других словарях:

  • πνοῇ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοή — blowing fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …   Dictionary of Greek

  • πνοή — η 1. φύσημα αγέρα. 2. αναπνοή: Άφησε την τελευταία του πνοή (πέθανε). 3. μτφ., δύναμη που εμπνέει: Έργο γεμάτο πνοή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνοῆι — πνοῇ , πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαῖς — πνοή blowing fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαῖσι — πνοή blowing fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαῖσιν — πνοή blowing fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαί — πνοή blowing fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοιαῖς — πνοή blowing fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοιαῖσι — πνοή blowing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»